κοπριον

κοπριον
    κόπριον
    τό тж. pl. Plut., NT. = κόπρος См. κοπρος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κοπριον" в других словарях:

  • κόπριον — κόπριον, τὸ (ΑM, Μ και κόπριο και κόπριν) περίττωμα, κόπρος, κοπριά μσν. φρ. α) «χύνω στὰ κόπρια» ξοδεύω ασυλλόγιστα β) «πηγαίνω στὰ κόπρια» ξοδεύομαι άδικα αρχ. 1. γεν. ακαθαρσίες, βρομιές 2. στον πληθ. τὰ κόπρια (στη μαγική) ακαθαρσίες που… …   Dictionary of Greek

  • κόπριον — dirt neut nom/voc/acc sg κοπρίζω dung imperf ind act 3rd pl (doric) κοπρίζω dung imperf ind act 1st sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίον — κοπρίζω dung pres part act masc voc sg (doric) κοπρίζω dung pres part act neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίοις — κόπριον dirt neut dat pl κοπρίζω dung pres opt act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίοισι — κόπριον dirt neut dat pl (epic ionic aeolic) κοπρίζω dung pres part act masc/neut dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίου — κόπριον dirt neut gen sg κοπρίας buffoons masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπρίων — κόπριον dirt neut gen pl κοπρίζω dung pres part act masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπρια — κόπριον dirt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… …   Dictionary of Greek

  • ԱՂԲԵՂԷՆ — (ղինի, նաց.) NBH 1 0035 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. κόπριος, κόπριον stercoreus, stercus Որ ինչ յաղբոյ, կամ յաղտեղութեանց է բաղկացեալ. եւ աղբ. եւ աղտեղութիւն. *Փառք նորա աղբեղէնք են. ՟Ա. Մակ. ՟Բ. 62 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»